συμπεριαγω

συμπεριαγω
    συμπεριάγω
    συμ-περιάγω
    (ᾰ) вместе водить кругом, возить повсюду
    

(πολλὰ ὅπλα Xen.)

    συμπεριάγεσθαι περὴ τῆς γῆς Arst. — кружиться вокруг земли;
    ὁπλοφόρους συμπεριάγεσθαι Xen. — разъезжать в сопровождении вооруженных людей


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "συμπεριαγω" в других словарях:

  • συμπεριάγω — Α [περιάγω] 1. περιάγω, περιφέρω συγχρόνως 2. μέσ. συμπεριάγομαι φέρνω μαζί μου …   Dictionary of Greek

  • συμπεριάγῃ — συμπερϊάγῃ , συμπεριάγω carry about along with pres subj mp 2nd sg συμπερϊάγῃ , συμπεριάγω carry about along with pres ind mp 2nd sg συμπερϊάγῃ , συμπεριάγω carry about along with pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυμπεριαγομένων — ξυμπερϊαγομένων , συμπεριάγω carry about along with pres part mp fem gen pl ξυμπερϊαγομένων , συμπεριάγω carry about along with pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπεριαγομένων — συμπερϊαγομένων , συμπεριάγω carry about along with pres part mp fem gen pl συμπερϊαγομένων , συμπεριάγω carry about along with pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπεριαγόμενον — συμπερϊαγόμενον , συμπεριάγω carry about along with pres part mp masc acc sg συμπερϊαγόμενον , συμπεριάγω carry about along with pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπεριάγει — συμπερϊάγει , συμπεριάγω carry about along with pres ind mp 2nd sg συμπερϊάγει , συμπεριάγω carry about along with pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπεριάγον — συμπερϊάγον , συμπεριάγω carry about along with pres part act masc voc sg συμπερϊάγον , συμπεριάγω carry about along with pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπεριαγωγή — ἡ, ΜΑ [συμπεριάγω] περιφορά κατά την ίδια κατεύθυνση με κάποιον άλλον …   Dictionary of Greek

  • συμπεριαγωγός — ὁ, ἡ, Α [συμπεριάγω] αυτός που συντελεί στην περιαγωγή*, στην περιφορά …   Dictionary of Greek

  • ξυμπεριάγειν — ξυμπερϊάγειν , συμπεριάγω carry about along with pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυμπεριάγεσθαι — ξυμπερϊάγεσθαι , συμπεριάγω carry about along with pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»